- κυκλοπενταδιένιο
- τοχημ. αλεικυκλική οργανική ένωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλουορένιο — το, Ν χημ. τρικυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας, γνωστός και ως διφαινυλενομεθάνιο ή διβενζο κυκλοπενταδιένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluorene < fluor (< νεολατ. fluor «είδος μετάλλου») + κατάλ. ene τής χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek